σκαφτικός

σκαφτικός
-ή, -ό, Ν
βλ. σκαπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαπτικός — και σκαφτικός, ή, ό, Ν [σκάπτω / σκάφτω] 1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”